κατάπλωρος

κατάπλωρος
-η, -ο
(ιδίως για ανέμους) αυτός που πνέει ακριβώς από την κατεύθυνση τής πλώρης, που πέφτει ακριβώς πάνω στην πλώρη.
επίρρ...
κατάπλωρα
ακριβώς πάνω στην πλώρη («είχε ένα φανάρι κατάπλωρα»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κατάπλωρος — η, ο επίρρ. α αυτός που πνέει από την πλώρη του πλοίου, αυτός που πέφτει πάνω στην πλώρη: Φυσούσε κατάπλωρος άνεμος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”